αντίστιξη — Μέρος της μουσικής θεωρίας, που καθορίζει τους κανόνες συνδυασμών δύο ή περισσότερων μελωδιών και μελετά τις δυνατότητες υπέρθεσης διαφόρων μελωδικών γραμμών στην οριζόντιά τους ανάπτυξη και σε σχέση με τη θέση του ενός φθόγγου προς τον άλλο. Η… … Dictionary of Greek
μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… … Dictionary of Greek
Πλεμενιανά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων, όπου βρίσκονται άλλοι πέντε οικισμοί, ο Δρυς (υψόμ. 380 μ.), οι Κοπετοί (υψόμ. 340 μ.), τα Γρηγοριανά (υψόμ. 370 μ.), το Δεσποτικό, τα Μουζιανά, τα Σέλια και τα… … Dictionary of Greek
Πολυρρηνία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Βρίσκεται χτισμένος στη θέση της ομώνυμης αρχαίας προομηρικής πόλης, στα N του Κισσάμου, κοντά σε άλλους δύο μικρότερους οικισμούς, τα Γρηγοριανά (υψόμ. 160 μ.)… … Dictionary of Greek
Σαρακήνα — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (460 κάτ., υψόμ. 180 μ.), στην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στα νότια της επαρχίας και της Καλαμπάκας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 460 κάτ.). 2. Ορεινός… … Dictionary of Greek